- σφυρηλάτων
- σφῡρηλάτων , σφυρήλατοςwrought with the hammermasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφυρηλατῶν — σφυρηλατέω work with the hammer pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek